ομορφάνθρωπος

ομορφάνθρωπος
ο
ο ωραίος, όμορφος άνθρωπος, καλοκαμωμένος, καλοκομμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομορφάνθρωπος — ο ωραίος άνθρωπος, όμορφος άνδρας …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ευμορφάνθρωπος — και ομορφάνθρωπος, ο (για άνδρα) ο όμορφος, ο ωραίος άνθρωπος («ο κουμπάρος ήτο... ευμορφάνθρωπος», Παπαδ.) …   Dictionary of Greek

  • ασίκης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ομορφάνθρωπος, λεβέντης, παλικάρι: Τον έλεγαν ασίκη και το άξιζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”